- πανευέφοδος
- -ον, Αεξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ' ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανευέφοδον — πανευέφοδος quite easy of access masc/fem acc sg πανευέφοδος quite easy of access neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)